- στενολεσχώ
- -έω, Α [στενολέσχης]πραγματεύομαι κάτι με τρόπο σοφιστικό, με πανουργίες («λεπτολογεῑν ήδη ζητεῑ καὶ περὶ καπνοῡ στενολεσχεῑν», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενολογώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «στενολεσχῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + λογῶ*] … Dictionary of Greek